ΝΑΟΣ (ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ- ΣΗΜΑΣΙΑ)
Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική έχει τη συμβολική της γλώσσα.
Η λέξη ναός (από το ρήμα ναίω=κατοικώ), σημαίνει κατοικία και μάλιστα την επίγεια κατοικία του Θεού.
Εδώ η ύλη και ο χρόνος εξαϋλώνονται, πνευματοποιούνται με την αγιάζουσα θεία χάρη και τις λειτουργικές ευχές του ιερέα. Ο ναός είναι το εργαστήρι της σωτηρίας του κόσμου για τους χριστιανούς, οπότε οι συμβολισμοί του είναι υψίστης σημασίας και μεγάλης βαρύτητας.
Ο ναός είναι τύπος και εικόνα του Θεού σύμφωνα με τον Μάξιμο τον Ομολογητή. Τα πάντα μέσα στο ναό έχουν τη θέση τους και τον ιδιαίτερο συμβολισμό τους. Κάθε τμήμα του ιερού οικοδομήματος αποτελεί μια ιδιαίτερη περιοχή που έχει τη δική της σημασίαενώ μια ενιαία θεολογική «αρχή» διέπει το σύνολο του συστήματος. Ο χριστιανικός ναός είναι ένα ορατό σημείο, σύμβολο εκείνου που δεν μπορούν να δουν τα ανθρώπινα μάτια.
Το ίδιο ισχύει και για την εικονογράφηση – αγιογράφηση του ναού.Τα ιερά πρόσωπα ως «καλοί στρατιώτες του Χριστού» εικονίζονται στα διάφορα μέρη του ναού. Στηρίζουν την Εκκλησία και ενισχύουν τους πιστούς, είναι «στύλοι και εδραιώματα» της Εκκλησίας και της χριστιανικής πίστεως.
Αυτή τη στήριξη νιώθουν οι πιστοί οι οποίοι συναθροίζονται μεσα στο ναό. Επικοινωνούν, δημιουργούν την Εκκλησία, αυτή τη θεανθρώπινη κοινωνία με κεφαλή το Χριστό και μέλη όλους τους πιστούς κληρικούς και λαϊκούς .
Η λέξη Εκκλησία (από το εκ & καλώ) σημαίνει πρόσκληση, συνάθροιση, σημαίνει κοινωνία. Η Εκκλησία είναι ο μοναδικός φορέας της Θείας χάριτος το κέντρο της απολυτρώσεως, το εργαστήρι και η κιβωτός της σωτηρίας του ανθρώπου.
Ο ναός συντελεί όχι μόνο στη λατρευτική αλλά και στην κοινωνική ζωή των πιστών καθώς επίσης και στην ιστορική πορεία των ανθρώπων. Έτσι σημαντικές διαβατήριες τελετές (γέννηση - βάπτιση - γάμος - ιερά μυστήρια - εξόδιος ακολουθία), γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας των ανθρώπων και της ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ τους. Επίσης οι εορταστικές εκδηλώσεις με αφορμή τη μνήμη των αγίων αποτελούν κίνητρο όχι μόνο για τη λατρευτική ζωή των πιστών αλλά και την επικοινωνία, ψυχαγωγία, τήρηση ηθών και εθίμων κάθε τόπου αποτελώντας γονιμοποιό δύναμη για την πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου.
Η λέξη ναός (από το ρήμα ναίω=κατοικώ), σημαίνει κατοικία και μάλιστα την επίγεια κατοικία του Θεού.
Εδώ η ύλη και ο χρόνος εξαϋλώνονται, πνευματοποιούνται με την αγιάζουσα θεία χάρη και τις λειτουργικές ευχές του ιερέα. Ο ναός είναι το εργαστήρι της σωτηρίας του κόσμου για τους χριστιανούς, οπότε οι συμβολισμοί του είναι υψίστης σημασίας και μεγάλης βαρύτητας.
Ο ναός είναι τύπος και εικόνα του Θεού σύμφωνα με τον Μάξιμο τον Ομολογητή. Τα πάντα μέσα στο ναό έχουν τη θέση τους και τον ιδιαίτερο συμβολισμό τους. Κάθε τμήμα του ιερού οικοδομήματος αποτελεί μια ιδιαίτερη περιοχή που έχει τη δική της σημασίαενώ μια ενιαία θεολογική «αρχή» διέπει το σύνολο του συστήματος. Ο χριστιανικός ναός είναι ένα ορατό σημείο, σύμβολο εκείνου που δεν μπορούν να δουν τα ανθρώπινα μάτια.
Το ίδιο ισχύει και για την εικονογράφηση – αγιογράφηση του ναού.Τα ιερά πρόσωπα ως «καλοί στρατιώτες του Χριστού» εικονίζονται στα διάφορα μέρη του ναού. Στηρίζουν την Εκκλησία και ενισχύουν τους πιστούς, είναι «στύλοι και εδραιώματα» της Εκκλησίας και της χριστιανικής πίστεως.
Αυτή τη στήριξη νιώθουν οι πιστοί οι οποίοι συναθροίζονται μεσα στο ναό. Επικοινωνούν, δημιουργούν την Εκκλησία, αυτή τη θεανθρώπινη κοινωνία με κεφαλή το Χριστό και μέλη όλους τους πιστούς κληρικούς και λαϊκούς .
Η λέξη Εκκλησία (από το εκ & καλώ) σημαίνει πρόσκληση, συνάθροιση, σημαίνει κοινωνία. Η Εκκλησία είναι ο μοναδικός φορέας της Θείας χάριτος το κέντρο της απολυτρώσεως, το εργαστήρι και η κιβωτός της σωτηρίας του ανθρώπου.
Ο ναός συντελεί όχι μόνο στη λατρευτική αλλά και στην κοινωνική ζωή των πιστών καθώς επίσης και στην ιστορική πορεία των ανθρώπων. Έτσι σημαντικές διαβατήριες τελετές (γέννηση - βάπτιση - γάμος - ιερά μυστήρια - εξόδιος ακολουθία), γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας των ανθρώπων και της ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ τους. Επίσης οι εορταστικές εκδηλώσεις με αφορμή τη μνήμη των αγίων αποτελούν κίνητρο όχι μόνο για τη λατρευτική ζωή των πιστών αλλά και την επικοινωνία, ψυχαγωγία, τήρηση ηθών και εθίμων κάθε τόπου αποτελώντας γονιμοποιό δύναμη για την πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ
Οι εικόνες ή οι τοιχογραφίες που αντικρίζουμε μόλις εισέλθουμε σε ένα ορθόδοξο ναό ανήκουν στη βυζαντινή ζωγραφική, αλλά δεν είναι μια απλή θρησκευτική ζωγραφιά.
Η λέξη «εικόνα» προέρχεται από το ρήμα «είκω» που σημαίνει «μοιάζω». Η ουσία λοιπόν της λέξης εικόνα είναι η ομοίωση με ένα αρχέτυπο, η ζωγραφική αποτύπωση ενός πρωτότυπου.
Η εικόνα για τους πιστούς δεν είναι, όμως, ένα απλό έργο τέχνης, ή ένας πίνακας με θρησκευτικό περιεχόμενο. Είναι ένα «αντικείμενο» που φέρνει τον άνθρωπο σε αμεσότερη σχέση με το εικονιζόμενο πρόσωπο. Εφόσον τα εικονιζόμενα πρόσωπα είναι του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, η εικόνα λειτουργεί ως πηγή αγιασμού για τον άνθρωπο. Βέβαια στα εικονιζόμενα πρόσωπα δεν προσκυνούμε τη φύση (ουσία) αλλά την υπόσταση (πρόσωπο) όπως χαρακτηριστικά τόνιζε ο μεγάλος υπέρμαχος των εικόνων Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (9ος αιώνας): «Παντός εἰκονιζομένου προσώπου οὐχ ἡ φύσις, ἀλλ΄ ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται»
α) Ιστορική εξέλιξη της αγιογραφίας
Η χριστιανική τέχνη της αγιογραφίας έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία του χριστιανισμού. Τα πρώτα δείγματα χριστιανικής ζωγραφικής συναντάμε στις τοιχογραφίες των αρχαίων χριστιανικών τάφων και αποτελούν τα μόνα που σώζονται κατά τους τρεις πρώτους αιώνες. Για τις τοιχογραφίες αυτές χρησιμοποιούσαν υγρό κονίαμα, το οποίο διαποτιζόταν και στερεωνόταν με τα χρώματα. Πρόκειται για τη ζωγραφική al fresco («ἐφ΄ ὑγροῡ»). Εκεί πάνω χάραζαν τα σχέδια των εικόνων τους. Τέτοιες τοιχογραφίες διασώζονται στις κατακόμβες στα χριστιανικά δηλαδή νεκροταφεία.
Στις χριστιανικές κατακόμβες η ζωγραφική κοσμεί κυρίως τις οροφές αλλά και τους τοίχους γύρω από τους τάφους. Τα θέματα τους αντλούν κυρίως από την παράδοση των αρχαίων ελληνικών και αιγυπτιακών τάφων, αλλά και από τη Παλαιά και Καινή Διαθήκη.
Ο χαρακτήρας των τοιχογραφιών είναι συμβολικός και υποδηλώνει την έννοια της σωτηρίας του ανθρώπου. Έτσι εικονίζεται ο «Καλός Ποιμήν» (Ο Χριστός που κρατά στους ώμους Του το «χαμένο πρόβατο» τον άνθρωπο που έχει απομακρυνθεί από το Θεό), ο προφήτης Δανιήλ, το πλοίο με τον προφήτη Ιωνά, συμβολικές παραστάσεις με τη λέξη Ι.ΧΘ.Υ.Σ (λέξη που σχηματίζεται από τα αρχικά των λέξεων «Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ»), του αμνού, του φοίνικα, της άγκυρας, ανθρώπων σε στάση προσευχής κ.ά. Μετά τον τερματισμό των διωγμών 4ος αιώνας οι τοιχογραφίες έχουν θέματα με παραστάσεις του Χριστού, της Παναγίας, των Αγίων και άλλων προσώπων της Βίβλου.
Σύμφωνα με την παράδοση ο πρώτος αγιογράφος ήταν ο ευαγγελιστής Λουκάς ο οποίος ζωγράφισε την Παναγία και τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Μετά την παύση των διωγμών η τέχνη της αγιογραφίας αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς και στηρίζεται από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο.
Οι πρώτες σημαντικές διακοσμίσεις ναών έγιναν με ψηφιδωτά. Από τον 4ο αιώνα αναπτύσσεται και η τέχνη του μωσαϊκού την οποία χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για τα δάπεδα. Το είδος αυτό της τέχνης διατηρήθηκε μέχρι τα χρόνια του Ιουστινιανού, (6ος αιώνας) οπότε εκλείπει για να εμφανιστεί πάλι τον 11ο αιώνα. Κέντρο των πρώτων ζωγραφικών δημιουργημάτων ήταν η Αλεξάνδρεια στην οποία ήταν ανεπτυγμένη η τέχνη της προσωπογραφίας, η οποία επέδρασε στη τελική διαμόρφωση της της τεχνοτροπίας των εικόνων. Χαρακτηριστικά δείγματα τέτοιων προσωπογραφιών διασώθηκαν στο Φαγιούμ της Αιγύπτου.
Εκτός τις εικόνες πάνω σε ξύλο η αλεξανδρινή τέχνη έχει να επιδείξει εξαίρετες νωπογραφίες, ενώ στις αιγυπτιακές νεκροπόλεις των πρώτων χριστιανικών αιώνων υπάρχουν δείγματα μορφών που θεωρούνται πρόδρομοι της χριστιανικής αγιογραφίας.. Οι μορφές παρουσιάζονται με μάτια ορθάνοιχτα και μάλλον έκπληκτα. Η τεχνοτροπία τους αποκαλείται «εγκαυστική» δηλαδή τέχνη στην οποία το χρώμα αναμιγνύεται με κερί, φυτική κόλλα και κρόκο αβγού.
Τον 8ο μ.Χ. αιώνα η εκκλησία συγκλονίζεται από μια διαμάχη σχετικά με τις εικόνες η οποία διήρκεσε περισσότερο από έναν αιώνα και είναι γνωστή ως η περίοδος της Εικονομαχίας. Οι εικονομάχοι θεωρούσαν ειδωλολατρική κάθε μορφή τέχνης που αναπαριστάνει το Θεό και απαιτούσαν την καταστροφή των εικόνων. Ακολούθησαν σκληρές διώξεις, εκτελέσεις και βασανιστήρια εικονόφιλων, μοναχών απλών ανθρώπων υποστηρικτών των εικόνων, ενώ μεγάλος αριθμός εικόνων, έργων τέχνης, καταστράφηκαν. Το 787 μ. Χ. η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια, επανέφερε σε ισχύ την προσκύνηση των εικόνων και το 843 μ. Χ έγινε η οριστική αναστήλωση των εικόνων με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Θεοδώρας συζύγου του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου. Την περίοδο εκείνη ο ισχυρότερος υπερασπιστής των εικόνων, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, διατύπωσε επιχειρήματα υπέρ της προσκύνησης των εικόνων με θεολογικούς λόγους εναντίον εκείνων που «διέβαλαν τις εικόνες».
Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος διατύπωσε την ορθόδοξη θέση για τις εικόνες: Η τιμή και η προσκύνηση των εικόνων «απευθύνεται στο πρωτότυπο» που εικονίζει και όχι στα υλικά της. Στο κείμενο που ακολουθεί, ο μεγάλος υπερασπιστής των εικόνων Ιωάννης ο Δαμασκηνός συνοψίζει με το καλύτερο τρόπο τις απόψεις των εικονόφιλων: «Προσκυνώ την εικόνα του Χριστού ως σαρκωμένου Θεού, την εικόνα της Δέσποινας όλων των ανθρώπων, της Θεοτόκου ως μητέρας του Υιού του Θεού, την εικόνα των Αγίων ως φίλων του Θεού, που Πάλεψαν την αμαρτία ως το σημείο να δώσουν το αίμα τους και μιμήθηκαν το Χριστό χύνοντας το αίμα τους για αυτόν που πρωτύτερα είχε χύσει το δικό του αίμα για αυτούς και για όσους άλλους ακολούθησαν την πολιτεία του. Αυτών τα κατορθώματα και τα πάθη απεικονίζω, μια και μέσω αυτών αγιάζομαι και κινούμαι με ζήλο για να τα μιμηθώ. Και τα τιμώ με σεβασμό και προσκύνηση». (Ματσούκας, 1998, σελ. 203).
Η αγιογραφία γνώρισε την μεγάλη της ακμή τον 9ο αιώνα μετά το τέλος της εικονομαχίας την περίοδο των Μακεδόνων και Κομνηνών (867-1204). Σε ολόκληρη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δημιουργούνται αγιογραφικές διακοσμήσεις με τη μέθοδο της ζωγραφικής πάνω σε νωπό κονίαμα (fresco).
Κορύφωση, όμως της περιόδου της ακμής υπήρξε ένα χρονικό διάστημα δυο αιώνων πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης, εποχή των Παλαιολόγων(1261-1453). Την εποχή αυτή δημιουργήθηκαν δύο σχολές: α) η Μακεδονική με σημαντικότερο εκπρόσωπό της τον Μανουήλ Πανσέληνο. Κύρια χαρακτηριστικά της τα ζωηρά χρώματα, με κινήσεις και φυσικότερες παραστάσεις. β) η Κρητική με κύριο εκπρόσωπό της τον Θεοφάνη από τη Κρήτη, πιο συντηρητική, με συγκρατημένες κινήσεις, ηρεμία και ασκητικότητα στα πρόσωπα η οποία διατηρήθηκε και τους επόμενους αιώνες.
Μετά την άλωση της Πόλης το μεγαλύτερο κέντρο της αγιογραφίας γίνεται το Άγιο Όρος στο οποίο άνθησε η χριστιανική ζωγραφική με την παρουσία προικισμένων ανθρώπων είτε από τις τάξεις των μοναχών είτε προερχόμενων εκτός του Αγίου Όρους.
Κατά το 16ο αιώνα παράλληλα με την τοιχογραφία ακμάζει η ζωγραφική των φορητών εικόνων με κύριο εκπρόσωπο τον Μιχαήλ Δαμασκηνό από την Κρήτη.
Μεγάλο πλήθος αγιογράφων εργάζονταν στους τοίχους των εκκλησιών κατά το 17ο-18ο αιώνα.
Μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό έως και σήμερα λαϊκοί αγιογράφοι, ιερείς και μοναχοί ασκούν την τέχνη της αγιογραφίας, πιστοί στην εκκλησιαστική βυζαντινή παράδοση.
β) Τα είδη της αγιογραφίας
Εικονογραφία
Στην εικονογραφία περιλαμβάνονται οι φορητές εικόνες που χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα. Οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται στην Μονή του Σινά και έχουν δημιουργηθεί με την τεχνική της «εγκαυστικής» που προαναφέρθηκε. Οι φορητές εικόνες είναι συνήθως μικρού σχήματος και ζωγραφίζονται συνήθως πάνω σε ξύλο.Τοποθετούνται στους τοίχους, στους κίονες, στα τέμπλα των ναών και στους τοίχους των σπιτιών ή δημοσίων χώρων.
Τοιχογραφίες
Η ζωγραφική στο τοίχο αποτελεί το παλαιότερο είδος αγιογραφίας και γίνεται με δύο τεχνικές. Την νωπογραφία (fresco) που είναι ζωγραφική πάνω σε νωπό υπόστρωμα τοίχου και την ξηρογραφία( secco), την τεχνική δηλαδή σε ξηρό υπόστρωμα τοίχου.
Το μωσαϊκό ή ψηφιδωτό
Απαιτητικό είδος τέχνης που προϋποθέτει πολλά στάδια εργασίας και λεπτομέρεια στην τεχνική του. Δημιουργούνται από μικρές ψηφίδες που προέρχονται από πέτρες , σμάλτο φίλντισι. Τα πρώτα ψηφιδωτά είναι ειδωλολατρικής προέλευσης και βρέθηκαν στη Ρώμη τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Χρησιμοποιήθηκαν από τους χριστιανούς επειδή οι ψηφίδες με την απορρόφηση και ανακύκληση του φωτός, έκαναν τα χρώματα να λάμπουν ζωηρά και συνέβαλλαν στη δημιουργία μιας υπερβατικής ατμόσφαιρας. Το χρυσό βάθος (φόντο) των μωσαϊκών εξαϋλώνει το χώρο.
Οι μικρογραφίες
Πρόκειται για μικρές παραστάσεις πάνω σε χειρόγραφα που είναι από περγαμηνή. Διακρίνονται για την ακρίβεια στη λεπτομέρεια, την απλή, λιτή γραμμή και τη μοναδικότητα της έκφρασης.
Τα ανάγλυφα
Πρόκειται για τη δημιουργία μορφών πάνω σε μάρμαρο ή ξύλο. Η γλυπτική βέβαια δε χρησιμοποιείται στη βυζαντινή εκκλησιαστική παράδοση. Αναφερόμαστε για επιπεδόγλυφα για τη διακόσμηση θωρακίων του τέμπλου ή κιονοκράνων. Τα ανάγλυφα αυτά λέγονται «μαρμαρόγλυπτα», ενώ τα ανάγλυφα σε ξύλο ονομάζονται «ξυλόγλυπτα».
γ) Οι αγιογραφίες του ναού
Η αγιογράφηση ενός ναού δεν γίνεται τυχαία, αλλά ακολουθεί κάποιους κανόνες, καθώς οι αγιογραφίες έχουν όχι μόνο ένα ιδιαίτερο θεολογικό νόημα αλλά και μια παιδαγωγική αποστολή. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει ότι «η εικόνα είναι σύμβολο` και ό,τι είναι το βιβλίο για τους μορφωμένους, αυτό είναι και για τους αγράμματους η εικόνα. Και ό,τι είναι για την ακοή ο λόγος αυτό είναι και για την όραση η εικόνα». (PG94,1264B-C)
Μέσα σε ένα ναό οι αγιογραφίες αναφέρονται στη ζωή του Χριστού, της Θεοτόκου και των Αγίων.Πολλά από τα θέματα των τοιχογραφιών και των φορητών εικόνων έχουν σημασία δογματική (αναφέρονται σε αλήθειες της πίστης), άλλα έχουν λειτουργική σημασία (αναφέρονται σε θέματα λατρείας) και άλλα έχουν ιστορική σημασία (αναφέρονται κυρίως σε εκκλησιαστικές εορτές). Έτσι μέσα σε ένα ναό ως προς την αγιογράφηση του έχουμε τρεις κύκλους: τον δογματικό, τον λειτουργικό και τον ιστορικό (εορταστικό)
Ο δογματικός κύκλος
Θέματα του δογματικού κύκλου συναντάμε στο πρόναο-νάρθηκα, στον τρούλο και στην κόγχη του Ιερού Βήματος. Στο νάρθηκα που βρίσκεται η είσοδος του ναού εικονίζεται ο Χριστός ως Διδάσκαλος κρατώντας το ευαγγέλιο στο αριστερό του χέρι , ενώ με το δεξί μας ευλογεί. Στον τρούλο κυριαρχεί η μορφή του Χριστού – Παντοκράτορα κοιτώντας κατά πρόσωπο τους πιστούς.Τον Παντοκράτορα περιβάλλουν άγγελοι και προφήτες( που ανήγγειλαν και προετοίμασαν τον ερχομό του). Οι τέσσερις ευαγγελιστές εικονίζονται στα σφαιρικά τρίγωνα που στηρίζουν τον τρούλο(αυτοί με το Ευαγγέλιο και την ιεραποστολή τους διέσωσαν και κήρυξαν τη διδασκαλία του Χριστού). Στην κόγχη του Ιερού Βήματος εικονίζεται η Θεοτόκος- Πλατυτέρα. Το αρχιτεκτονικό αυτό τμήμα του ναού ενώνει τον τρούλο (που συμβολίζει τον ουρανό) με το δάπεδο του ναού (που συμβολίζει τη γη). Η Θεοτόκος λοιπόν εικονίζεται μεταξύ ουρανού και γης καθώς έγινε η γέφυρα που ένωσε τον Θεό με τον άνθρωπο κυοφορώντας τον Ιησού Χριστό. Η παράσταση της Παναγίας που προσεύχεται (Δεομένη) προσωποποιεί την Εκκλησία που προσεύχεται συνεχώς στο Θεό για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Ο λειτουργικός κύκλος
Ο δεύτερος εικονογραφικός κύκλος είναι ο λειτουργικός ο οποίος είναι ζωγραφισμένος στο Ιερό Βήμα. Κάτω από την Πλατυτέρα βρίσκεται η παράσταση της θείας λειτουργίας η οποία εικονίζεται σαν « κοινωνία των Αποστόλων» ή σαν «λειτουργία των αγγέλων».
Στο κατώτερο μέρος της κόγχης εικονίζονται οι μεγάλοι λειτουργοί ιεράρχες, οι οποίοι έχουν συντάξει τα κείμενα της θείας Λειτουργίας, γιαυτό κρατούν στα χέρια τους «τα ειλητάρια», χειρόγραφα με ευχές από τη θεία Λειτουργία. Στην Πρόθεση στο αριστερό μέρος του ναού εκεί που προετοιμάζονται τα Τίμια Δώρα για τη Θεία Ευχαριστία εικονίζεται η «Άκρα Ταπείνωση», απεικονίζεται ο Χριστός «πάσχων», με τα σύμβολα του Πάθους (Σταυρός, λόγχη). Στο δεξιό μέρος του ιερού όπου είναι το Διακονικό εικονίζονται άγγελοι, προφήτες, παραστάσεις από τη Π. Διαθήκη και από εμφανίσεις του Χριστού μετά την Ανάσταση.
Ο εορταστικός- ιστορικός κύκλος
Τον ονομάζουμε έτσι γιατί περιέχει εικονες προσώπων και θεμάτων που αναφέρονται στις μεγάλες εορτές του εκκλησιαστικού έτους. Ο κύκλος αυτός αναπτύσσεται στις τέσσερις καμάρες του ναού και στους πλάγιους τοίχους. Οι παραστάσεις αιτές είναι «το Δωδεκάορτο», διάφορες σκηνές από τα ευαγγέλια, τις παραβολές και τα θαύματα του Χριστού.
δ) Συμπερασμα
Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε τόσο την τεράστια σημασία των εικόνων στη λατρευτική ζωή των πιστών όσο και την παιδαγωγική διάσταση της αγιογραφίας. Είναι η αισθητική παιδεία που προσφέρει η αγιογραφία στον άνθρωπο ως τέχνη και με τη γλωσσα της τέχνης. Διότι στις εικόνες δεν υπάρχει κανένας εικαστικός χειρισμόςή λεπτομέρεια χωρίς κάποια ιδιαίτερη σημασία.
Πηγές:
Η λέξη «εικόνα» προέρχεται από το ρήμα «είκω» που σημαίνει «μοιάζω». Η ουσία λοιπόν της λέξης εικόνα είναι η ομοίωση με ένα αρχέτυπο, η ζωγραφική αποτύπωση ενός πρωτότυπου.
Η εικόνα για τους πιστούς δεν είναι, όμως, ένα απλό έργο τέχνης, ή ένας πίνακας με θρησκευτικό περιεχόμενο. Είναι ένα «αντικείμενο» που φέρνει τον άνθρωπο σε αμεσότερη σχέση με το εικονιζόμενο πρόσωπο. Εφόσον τα εικονιζόμενα πρόσωπα είναι του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, η εικόνα λειτουργεί ως πηγή αγιασμού για τον άνθρωπο. Βέβαια στα εικονιζόμενα πρόσωπα δεν προσκυνούμε τη φύση (ουσία) αλλά την υπόσταση (πρόσωπο) όπως χαρακτηριστικά τόνιζε ο μεγάλος υπέρμαχος των εικόνων Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (9ος αιώνας): «Παντός εἰκονιζομένου προσώπου οὐχ ἡ φύσις, ἀλλ΄ ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται»
α) Ιστορική εξέλιξη της αγιογραφίας
Η χριστιανική τέχνη της αγιογραφίας έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία του χριστιανισμού. Τα πρώτα δείγματα χριστιανικής ζωγραφικής συναντάμε στις τοιχογραφίες των αρχαίων χριστιανικών τάφων και αποτελούν τα μόνα που σώζονται κατά τους τρεις πρώτους αιώνες. Για τις τοιχογραφίες αυτές χρησιμοποιούσαν υγρό κονίαμα, το οποίο διαποτιζόταν και στερεωνόταν με τα χρώματα. Πρόκειται για τη ζωγραφική al fresco («ἐφ΄ ὑγροῡ»). Εκεί πάνω χάραζαν τα σχέδια των εικόνων τους. Τέτοιες τοιχογραφίες διασώζονται στις κατακόμβες στα χριστιανικά δηλαδή νεκροταφεία.
Στις χριστιανικές κατακόμβες η ζωγραφική κοσμεί κυρίως τις οροφές αλλά και τους τοίχους γύρω από τους τάφους. Τα θέματα τους αντλούν κυρίως από την παράδοση των αρχαίων ελληνικών και αιγυπτιακών τάφων, αλλά και από τη Παλαιά και Καινή Διαθήκη.
Ο χαρακτήρας των τοιχογραφιών είναι συμβολικός και υποδηλώνει την έννοια της σωτηρίας του ανθρώπου. Έτσι εικονίζεται ο «Καλός Ποιμήν» (Ο Χριστός που κρατά στους ώμους Του το «χαμένο πρόβατο» τον άνθρωπο που έχει απομακρυνθεί από το Θεό), ο προφήτης Δανιήλ, το πλοίο με τον προφήτη Ιωνά, συμβολικές παραστάσεις με τη λέξη Ι.ΧΘ.Υ.Σ (λέξη που σχηματίζεται από τα αρχικά των λέξεων «Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ»), του αμνού, του φοίνικα, της άγκυρας, ανθρώπων σε στάση προσευχής κ.ά. Μετά τον τερματισμό των διωγμών 4ος αιώνας οι τοιχογραφίες έχουν θέματα με παραστάσεις του Χριστού, της Παναγίας, των Αγίων και άλλων προσώπων της Βίβλου.
Σύμφωνα με την παράδοση ο πρώτος αγιογράφος ήταν ο ευαγγελιστής Λουκάς ο οποίος ζωγράφισε την Παναγία και τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Μετά την παύση των διωγμών η τέχνη της αγιογραφίας αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς και στηρίζεται από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο.
Οι πρώτες σημαντικές διακοσμίσεις ναών έγιναν με ψηφιδωτά. Από τον 4ο αιώνα αναπτύσσεται και η τέχνη του μωσαϊκού την οποία χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για τα δάπεδα. Το είδος αυτό της τέχνης διατηρήθηκε μέχρι τα χρόνια του Ιουστινιανού, (6ος αιώνας) οπότε εκλείπει για να εμφανιστεί πάλι τον 11ο αιώνα. Κέντρο των πρώτων ζωγραφικών δημιουργημάτων ήταν η Αλεξάνδρεια στην οποία ήταν ανεπτυγμένη η τέχνη της προσωπογραφίας, η οποία επέδρασε στη τελική διαμόρφωση της της τεχνοτροπίας των εικόνων. Χαρακτηριστικά δείγματα τέτοιων προσωπογραφιών διασώθηκαν στο Φαγιούμ της Αιγύπτου.
Εκτός τις εικόνες πάνω σε ξύλο η αλεξανδρινή τέχνη έχει να επιδείξει εξαίρετες νωπογραφίες, ενώ στις αιγυπτιακές νεκροπόλεις των πρώτων χριστιανικών αιώνων υπάρχουν δείγματα μορφών που θεωρούνται πρόδρομοι της χριστιανικής αγιογραφίας.. Οι μορφές παρουσιάζονται με μάτια ορθάνοιχτα και μάλλον έκπληκτα. Η τεχνοτροπία τους αποκαλείται «εγκαυστική» δηλαδή τέχνη στην οποία το χρώμα αναμιγνύεται με κερί, φυτική κόλλα και κρόκο αβγού.
Τον 8ο μ.Χ. αιώνα η εκκλησία συγκλονίζεται από μια διαμάχη σχετικά με τις εικόνες η οποία διήρκεσε περισσότερο από έναν αιώνα και είναι γνωστή ως η περίοδος της Εικονομαχίας. Οι εικονομάχοι θεωρούσαν ειδωλολατρική κάθε μορφή τέχνης που αναπαριστάνει το Θεό και απαιτούσαν την καταστροφή των εικόνων. Ακολούθησαν σκληρές διώξεις, εκτελέσεις και βασανιστήρια εικονόφιλων, μοναχών απλών ανθρώπων υποστηρικτών των εικόνων, ενώ μεγάλος αριθμός εικόνων, έργων τέχνης, καταστράφηκαν. Το 787 μ. Χ. η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια, επανέφερε σε ισχύ την προσκύνηση των εικόνων και το 843 μ. Χ έγινε η οριστική αναστήλωση των εικόνων με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Θεοδώρας συζύγου του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου. Την περίοδο εκείνη ο ισχυρότερος υπερασπιστής των εικόνων, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, διατύπωσε επιχειρήματα υπέρ της προσκύνησης των εικόνων με θεολογικούς λόγους εναντίον εκείνων που «διέβαλαν τις εικόνες».
Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος διατύπωσε την ορθόδοξη θέση για τις εικόνες: Η τιμή και η προσκύνηση των εικόνων «απευθύνεται στο πρωτότυπο» που εικονίζει και όχι στα υλικά της. Στο κείμενο που ακολουθεί, ο μεγάλος υπερασπιστής των εικόνων Ιωάννης ο Δαμασκηνός συνοψίζει με το καλύτερο τρόπο τις απόψεις των εικονόφιλων: «Προσκυνώ την εικόνα του Χριστού ως σαρκωμένου Θεού, την εικόνα της Δέσποινας όλων των ανθρώπων, της Θεοτόκου ως μητέρας του Υιού του Θεού, την εικόνα των Αγίων ως φίλων του Θεού, που Πάλεψαν την αμαρτία ως το σημείο να δώσουν το αίμα τους και μιμήθηκαν το Χριστό χύνοντας το αίμα τους για αυτόν που πρωτύτερα είχε χύσει το δικό του αίμα για αυτούς και για όσους άλλους ακολούθησαν την πολιτεία του. Αυτών τα κατορθώματα και τα πάθη απεικονίζω, μια και μέσω αυτών αγιάζομαι και κινούμαι με ζήλο για να τα μιμηθώ. Και τα τιμώ με σεβασμό και προσκύνηση». (Ματσούκας, 1998, σελ. 203).
Η αγιογραφία γνώρισε την μεγάλη της ακμή τον 9ο αιώνα μετά το τέλος της εικονομαχίας την περίοδο των Μακεδόνων και Κομνηνών (867-1204). Σε ολόκληρη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δημιουργούνται αγιογραφικές διακοσμήσεις με τη μέθοδο της ζωγραφικής πάνω σε νωπό κονίαμα (fresco).
Κορύφωση, όμως της περιόδου της ακμής υπήρξε ένα χρονικό διάστημα δυο αιώνων πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης, εποχή των Παλαιολόγων(1261-1453). Την εποχή αυτή δημιουργήθηκαν δύο σχολές: α) η Μακεδονική με σημαντικότερο εκπρόσωπό της τον Μανουήλ Πανσέληνο. Κύρια χαρακτηριστικά της τα ζωηρά χρώματα, με κινήσεις και φυσικότερες παραστάσεις. β) η Κρητική με κύριο εκπρόσωπό της τον Θεοφάνη από τη Κρήτη, πιο συντηρητική, με συγκρατημένες κινήσεις, ηρεμία και ασκητικότητα στα πρόσωπα η οποία διατηρήθηκε και τους επόμενους αιώνες.
Μετά την άλωση της Πόλης το μεγαλύτερο κέντρο της αγιογραφίας γίνεται το Άγιο Όρος στο οποίο άνθησε η χριστιανική ζωγραφική με την παρουσία προικισμένων ανθρώπων είτε από τις τάξεις των μοναχών είτε προερχόμενων εκτός του Αγίου Όρους.
Κατά το 16ο αιώνα παράλληλα με την τοιχογραφία ακμάζει η ζωγραφική των φορητών εικόνων με κύριο εκπρόσωπο τον Μιχαήλ Δαμασκηνό από την Κρήτη.
Μεγάλο πλήθος αγιογράφων εργάζονταν στους τοίχους των εκκλησιών κατά το 17ο-18ο αιώνα.
Μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό έως και σήμερα λαϊκοί αγιογράφοι, ιερείς και μοναχοί ασκούν την τέχνη της αγιογραφίας, πιστοί στην εκκλησιαστική βυζαντινή παράδοση.
β) Τα είδη της αγιογραφίας
Εικονογραφία
Στην εικονογραφία περιλαμβάνονται οι φορητές εικόνες που χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα. Οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται στην Μονή του Σινά και έχουν δημιουργηθεί με την τεχνική της «εγκαυστικής» που προαναφέρθηκε. Οι φορητές εικόνες είναι συνήθως μικρού σχήματος και ζωγραφίζονται συνήθως πάνω σε ξύλο.Τοποθετούνται στους τοίχους, στους κίονες, στα τέμπλα των ναών και στους τοίχους των σπιτιών ή δημοσίων χώρων.
Τοιχογραφίες
Η ζωγραφική στο τοίχο αποτελεί το παλαιότερο είδος αγιογραφίας και γίνεται με δύο τεχνικές. Την νωπογραφία (fresco) που είναι ζωγραφική πάνω σε νωπό υπόστρωμα τοίχου και την ξηρογραφία( secco), την τεχνική δηλαδή σε ξηρό υπόστρωμα τοίχου.
Το μωσαϊκό ή ψηφιδωτό
Απαιτητικό είδος τέχνης που προϋποθέτει πολλά στάδια εργασίας και λεπτομέρεια στην τεχνική του. Δημιουργούνται από μικρές ψηφίδες που προέρχονται από πέτρες , σμάλτο φίλντισι. Τα πρώτα ψηφιδωτά είναι ειδωλολατρικής προέλευσης και βρέθηκαν στη Ρώμη τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Χρησιμοποιήθηκαν από τους χριστιανούς επειδή οι ψηφίδες με την απορρόφηση και ανακύκληση του φωτός, έκαναν τα χρώματα να λάμπουν ζωηρά και συνέβαλλαν στη δημιουργία μιας υπερβατικής ατμόσφαιρας. Το χρυσό βάθος (φόντο) των μωσαϊκών εξαϋλώνει το χώρο.
Οι μικρογραφίες
Πρόκειται για μικρές παραστάσεις πάνω σε χειρόγραφα που είναι από περγαμηνή. Διακρίνονται για την ακρίβεια στη λεπτομέρεια, την απλή, λιτή γραμμή και τη μοναδικότητα της έκφρασης.
Τα ανάγλυφα
Πρόκειται για τη δημιουργία μορφών πάνω σε μάρμαρο ή ξύλο. Η γλυπτική βέβαια δε χρησιμοποιείται στη βυζαντινή εκκλησιαστική παράδοση. Αναφερόμαστε για επιπεδόγλυφα για τη διακόσμηση θωρακίων του τέμπλου ή κιονοκράνων. Τα ανάγλυφα αυτά λέγονται «μαρμαρόγλυπτα», ενώ τα ανάγλυφα σε ξύλο ονομάζονται «ξυλόγλυπτα».
γ) Οι αγιογραφίες του ναού
Η αγιογράφηση ενός ναού δεν γίνεται τυχαία, αλλά ακολουθεί κάποιους κανόνες, καθώς οι αγιογραφίες έχουν όχι μόνο ένα ιδιαίτερο θεολογικό νόημα αλλά και μια παιδαγωγική αποστολή. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει ότι «η εικόνα είναι σύμβολο` και ό,τι είναι το βιβλίο για τους μορφωμένους, αυτό είναι και για τους αγράμματους η εικόνα. Και ό,τι είναι για την ακοή ο λόγος αυτό είναι και για την όραση η εικόνα». (PG94,1264B-C)
Μέσα σε ένα ναό οι αγιογραφίες αναφέρονται στη ζωή του Χριστού, της Θεοτόκου και των Αγίων.Πολλά από τα θέματα των τοιχογραφιών και των φορητών εικόνων έχουν σημασία δογματική (αναφέρονται σε αλήθειες της πίστης), άλλα έχουν λειτουργική σημασία (αναφέρονται σε θέματα λατρείας) και άλλα έχουν ιστορική σημασία (αναφέρονται κυρίως σε εκκλησιαστικές εορτές). Έτσι μέσα σε ένα ναό ως προς την αγιογράφηση του έχουμε τρεις κύκλους: τον δογματικό, τον λειτουργικό και τον ιστορικό (εορταστικό)
Ο δογματικός κύκλος
Θέματα του δογματικού κύκλου συναντάμε στο πρόναο-νάρθηκα, στον τρούλο και στην κόγχη του Ιερού Βήματος. Στο νάρθηκα που βρίσκεται η είσοδος του ναού εικονίζεται ο Χριστός ως Διδάσκαλος κρατώντας το ευαγγέλιο στο αριστερό του χέρι , ενώ με το δεξί μας ευλογεί. Στον τρούλο κυριαρχεί η μορφή του Χριστού – Παντοκράτορα κοιτώντας κατά πρόσωπο τους πιστούς.Τον Παντοκράτορα περιβάλλουν άγγελοι και προφήτες( που ανήγγειλαν και προετοίμασαν τον ερχομό του). Οι τέσσερις ευαγγελιστές εικονίζονται στα σφαιρικά τρίγωνα που στηρίζουν τον τρούλο(αυτοί με το Ευαγγέλιο και την ιεραποστολή τους διέσωσαν και κήρυξαν τη διδασκαλία του Χριστού). Στην κόγχη του Ιερού Βήματος εικονίζεται η Θεοτόκος- Πλατυτέρα. Το αρχιτεκτονικό αυτό τμήμα του ναού ενώνει τον τρούλο (που συμβολίζει τον ουρανό) με το δάπεδο του ναού (που συμβολίζει τη γη). Η Θεοτόκος λοιπόν εικονίζεται μεταξύ ουρανού και γης καθώς έγινε η γέφυρα που ένωσε τον Θεό με τον άνθρωπο κυοφορώντας τον Ιησού Χριστό. Η παράσταση της Παναγίας που προσεύχεται (Δεομένη) προσωποποιεί την Εκκλησία που προσεύχεται συνεχώς στο Θεό για τη σωτηρία των ανθρώπων.
Ο λειτουργικός κύκλος
Ο δεύτερος εικονογραφικός κύκλος είναι ο λειτουργικός ο οποίος είναι ζωγραφισμένος στο Ιερό Βήμα. Κάτω από την Πλατυτέρα βρίσκεται η παράσταση της θείας λειτουργίας η οποία εικονίζεται σαν « κοινωνία των Αποστόλων» ή σαν «λειτουργία των αγγέλων».
Στο κατώτερο μέρος της κόγχης εικονίζονται οι μεγάλοι λειτουργοί ιεράρχες, οι οποίοι έχουν συντάξει τα κείμενα της θείας Λειτουργίας, γιαυτό κρατούν στα χέρια τους «τα ειλητάρια», χειρόγραφα με ευχές από τη θεία Λειτουργία. Στην Πρόθεση στο αριστερό μέρος του ναού εκεί που προετοιμάζονται τα Τίμια Δώρα για τη Θεία Ευχαριστία εικονίζεται η «Άκρα Ταπείνωση», απεικονίζεται ο Χριστός «πάσχων», με τα σύμβολα του Πάθους (Σταυρός, λόγχη). Στο δεξιό μέρος του ιερού όπου είναι το Διακονικό εικονίζονται άγγελοι, προφήτες, παραστάσεις από τη Π. Διαθήκη και από εμφανίσεις του Χριστού μετά την Ανάσταση.
Ο εορταστικός- ιστορικός κύκλος
Τον ονομάζουμε έτσι γιατί περιέχει εικονες προσώπων και θεμάτων που αναφέρονται στις μεγάλες εορτές του εκκλησιαστικού έτους. Ο κύκλος αυτός αναπτύσσεται στις τέσσερις καμάρες του ναού και στους πλάγιους τοίχους. Οι παραστάσεις αιτές είναι «το Δωδεκάορτο», διάφορες σκηνές από τα ευαγγέλια, τις παραβολές και τα θαύματα του Χριστού.
δ) Συμπερασμα
Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε τόσο την τεράστια σημασία των εικόνων στη λατρευτική ζωή των πιστών όσο και την παιδαγωγική διάσταση της αγιογραφίας. Είναι η αισθητική παιδεία που προσφέρει η αγιογραφία στον άνθρωπο ως τέχνη και με τη γλωσσα της τέχνης. Διότι στις εικόνες δεν υπάρχει κανένας εικαστικός χειρισμόςή λεπτομέρεια χωρίς κάποια ιδιαίτερη σημασία.
Πηγές:
- Migne j.P., Patrologiae cursus completes, series graeca, 99, 405A
- Γ. Φίλιας, Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας, τόμος Β. Η λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας